- λευκώδης
- -ώδες (Μ λευκώδης, -ῶδες) [λευκός]νεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ο λευκώδηςζωολ. ο πιο εξελιγμένος τύπος σπόγγων, αλλ. το λευκόμσν.λευκός, άσπρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… … Dictionary of Greek